Δεν είναι όλα τα παιδιά εξίσου «εύκολα» στον ύπνο. Υπάρχουν μωρά που από το πρώτο βράδυ που θα ακουμπήσουν στην κούνια τους κοιμούνται ήσυχα σαν πουλάκια. Υπάρχουν, όμως, και άλλα μωρά που δείχνουν να μην θέλουν την κούνια τους με τίποτα και κλαίνε με τις ώρες, μέχρι κάποιος να τα σηκώσει από εκεί και να τα κρατήσει στην αγκαλιά του –μόνο τότε ηρεμούν.
Αντίστοιχα, υπάρχουν παιδιά που, ενώ ως μωρά κοιμούνταν κανονικά κάθε βράδυ στο δωμάτιό τους, μεγαλώνοντας άρχισαν να επισκέπτονται το κρεβάτι των γονιών τους, καθώς και παιδιά που, ενώ ως μωρά κοιμούνταν με τους γονείς, κάποια στιγμή αποφάσισαν να κοιμηθούν στο δικό τους κρεβάτι.
Το κατά πόσο θα κοιμάστε ή όχι στο ίδιο κρεβάτι με το παιδί σας είναι, σε κάθε περίπτωση, δική σας απόφαση. Όπως και δική σας απόφαση θα πρέπει να είναι το αν κάποια στιγμή θελήσετε να μεταφέρετε το παιδί στο δικό του κρεβάτι ή στο δικό του δωμάτιο. Άλλωστε, οι απόψεις των γονιών για το λεγόμενο co-sleeping (από κοινού ύπνος) διίστανται: Κάποιοι γονείς θεωρούν αυτονόητο ότι θα κοιμούνται με το παιδί τους όσο εκείνο νιώθει αυτή την ανάγκη, ενώ κάποιοι άλλοι δεν μπορούν καν να το διανοηθούν. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα αφενός ότι το «σωστό» βρίσκεται κάπου στη μέση, αφετέρου ότι κάθε γονιός θα κάνει αυτό που «βολεύει» την οικογένειά του.
Ωστόσο, έχει σημασία να παρακολουθήσει κανείς τι λένε και οι επιστήμονες στο ζήτημα του co-sleeping, προκειμένου οι αποφάσεις που θα πάρει να είναι ακόμα πιο συνειδητές:
«Στο πρώτο 6μηνο ο ύπνος με το μωρό είναι δεκτός και επιθυμητός. Μετά το πρώτο 6μηνο το μωρό χρειάζεται να μην κοιμάται πλέον με τους γονείς.»
Μαρία Σαράντη, κλινική ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια
Ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο χρίζει ιδιαίτερης διαχείρισης, διότι περνάει από την απόλυτη ικανοποίηση των αναγκών που βιώνει μέσα στην μήτρα στο απόλυτο χάος και στην στέρηση, στον πόνο και στην αγωνία. Για το βρέφος ο ερχομός του είναι σαν ένα αμόκ, το αμόκ της ύπαρξης. Ζει μέσα σε ένα ψυχικά χαοτικό κόσμο όπου δεν υπάρχει κανένας άλλος πέρα από την μητέρα του που του είναι οικεία και ασφαλής για να το ανακουφίσει. Την αναζητά για να μπορεί να τακτοποιεί την εσωτερική του αγωνία, για όλα αυτά που του συμβαίνουν: μοναξιά, πόνος, φόβος, δίψα, πείνα, αγωνία, δυσφορία.
Το πρώτο εξάμηνο ζωής είναι το πιο κρίσιμο για να μπορέσει να γεφυρώσει την χαοτική κατάσταση που ζει μέσα του με τον κόσμο. Σε αυτόν τον πρώτο καιρό η εξάρτηση από την μάνα είναι ζητούμενο και επιτυγχάνεται μέσα από την αγκαλιά, την άμεση ανταπόκριση στο κλάμα, το χαμόγελο και την χαρά της μητέρας για την ύπαρξή του. Σε αυτό το διάστημα ο ύπνος στο ίδιο κρεβάτι είναι δεκτός και επιθυμητός.
Η αμεσότητα του αγγίγματος με την επαφή του σώματος στο ίδιο κρεβάτι είναι καταπραϋντικό για το μωρό ως πέρασμα από την αγκαλιά της μήτρας στον κόσμο. Παρόλα αυτά μετά το πρώτο εξάμηνο το μωρό χρειάζεται να μην κοιμάται πλέον μαζί με τους γονείς του διότι αλλάζει το ψυχοσυναισθηματικό του στάδιο και τελειώνει η συμβιωτική περίοδος.
Το παιδί περνάει από το συμβιωτικό στάδιο σε μια περίοδο ανακάλυψης και πρώτων δειλών βημάτων της πρώτης μυρωδιάς αυτονόμησης. Το μπουσούλημα που ακολουθεί στο επόμενο εξάμηνο ζωής είναι το πρώτο καθαρό δείγμα αυτονόμησης. Ο πρώτος δηλωμένος επιθυμητός του διαχωρισμός. Σε περίπτωση που δεν βοηθήσει η μητέρα το παιδί σιγά-σιγά να προχωρήσει σε μια αρχική αυτονόμηση χώρου και προσωπικής ανακάλυψης θα καταλήξει να “κρατήσει” το παιδί της πίσω, παρατείνοντας την εξάρτησή του, το οποίο δεν είναι επιθυμητό διότι δεν θα μάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό του.
Το αργότερο μέχρι τα πρώτα του γενέθλια η σταδιακή απεξάρτηση χρειάζεται να έχει λάβει χώρα.
«Γύρω στα 2 με 4 το παιδί περνά στο στάδιο της αυτονομίας, της αποκοπής από τον δεσμό μητέρα-παιδί. Στο στάδιο αυτό το παιδί έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο και ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του»
Γώγα Κυριακίδου, ψυχολόγος, οικογενειακή σύμβουλος, ορθοπαιδαγωγός
Ζούμε σε μια κοινωνία όπου το παιδί λατρεύεται, αλλά παράλληλα και σε μια κοινωνία εχθρική απέναντι στα παιδιά. Η υπερπροστασία και η αδιαφορία είναι το σύνηθες παιδαγωγικό μοντέλο. Τα παιδιά είναι μικρά πριγκιπόπουλα, υπερβολικά καλομαθημένα αλλά και υπερβολικά φορτωμένα και, μπορούμε να πούμε, αγνοημένα.
Σπάνια οι γονείς γνωρίζουν τι είναι το καλύτερο για το παιδί τους. Θεωρούν ότι τους παρέχουν τα πάντα (υλικά), ότι κάνουν τα πάντα (προστατευτικά) για να μην κακοπάθουν, αλλά αδιαφορούν για την αυτονομία του παιδιού, δεν δέχονται την διαφορετικότητά του, δεν ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία του, το φορτώνουν τις δικές τους προσδοκίες, απαιτούν ανταπόδοση των παροχών τους, συχνά ζητούν από τα παιδιά τους να καλύψουν τα δικά τους κενά.
Πολλά είναι τα παραδείγματα της αδυναμίας των γονιών, και ιδίως της μητέρας, να ενθαρρύνουν την αυτονομία του παιδιού τους. Οι γονείς παρέχουν υπηρεσίες που δεν είναι αναγκαίες. H μητέρα γνωρίζει αν το παιδί ζεσταίνεται η κρυώνει, αν πεινάει ή δεν πεινάει, αν πρέπει να είναι χαρούμενο ή στενοχωρημένο. Η προστατευτική μητέρα, συνήθως χωρίς να το αντιλαμβάνεται, παίζει τον ρόλο της απόλυτης εξουσίας που παίρνει τις αποφάσεις για τα παιδιά της, χωρίς πολλές φορές να αντιλαμβάνεται τις ιδιαίτερες ανάγκες και επιθυμίες του παιδιού ή τι είναι το καλό για την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού της.
Γύρω στα 2 έως 4 το παιδί περνά το στάδιο ανάπτυξης τους αισθήματος της αυτονομίας, της αποκοπής από τον δεσμό μητέρα-παιδί. Στο στάδιο αυτό το παιδί έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο και ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Η ενθάρρυνση από το περιβάλλον γεμίζει το παιδί με αυτοπεποίθηση και το προετοιμάζει να αντιμετωπίσει την ζωή με δύναμη και θάρρος. Κάθε υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά μπορεί να έχει πολύ μεγάλο αποθαρρυντικό αποτέλεσμα. Μπορεί να κρατήσει τα παιδιά αδύναμα και σε συνεχή εξάρτηση από τους γονείς και ιδιαίτερα από την μητέρα.
Ένα παράδειγμα αυτής της συνύπαρξης υπερπροστασίας και αδιαφορίας είναι του ύπνου μαζί με τους γονείς. Είναι ξεκάθαρο ότι οι γονείς επιθυμούν να καθησυχάσουν το μικρό τους , όταν ξυπνάει μέσα στη νύχτα και αναζητά παρηγοριά από την παρουσία τους για οτιδήποτε το τρομάζει, το αγχώνει ή το κάνει να μην αισθάνεται καλά. Και θα λέγαμε ότι είναι φυσικό οι γονείς να το αγκαλιάσουν, να το καθησυχάσουν και να το αφήσουν να ηρεμήσει κοντά τους. Είναι, όμως, απαραίτητο το παιδί μόλις ηρεμήσει να επιστρέψει στο κρεβάτι του. Αν το κρατήσουν μαζί τους, η υπερπροστασία μετατρέπεται σε αδιαφορία, αφού δεν γνωρίζουμε ότι με τον τρόπο αυτό ενισχύουμε την ήδη αδύναμη εμπιστοσύνη του παιδιού στον εαυτό του και στη δύναμή του.
Ένα παιδί που μέσα στη νύχτα αναζητά την ασφάλεια του γονικού κρεβατιού πιθανόν είναι ένα παιδί αγχωμένο. Τα παιδιά στην πλειοψηφία τους, και όταν δεν έχουν κάποιο οργανικό πρόβλημα ή δεν περνούν κάποια αρρώστια, κοιμούνται συνεχόμενα όλη τη νύχτα και για όλες τις ώρες που χρειάζονται ανάλογα με την ηλικία τους.
Στα μικρά παιδιά, γύρω στα 3 με 4, αρχίζουν οι φόβοι για τον θάνατο, στο στάδιο αυτό που αναπτύσσεται η αυτονομία του παιδιού, είναι φυσικό να φοβάται ότι μόνο του δεν μπορεί να επιβιώσει. Έχει ανάγκη να νιώσει ότι οι γονείς του είναι κοντά και θα το προστατέψουν, έτσι πολλές βραδιές αναζητά αυτή την ασφάλεια. Θα λέγαμε ότι δεν είναι κακό και ότι δεν θα πάθει τίποτα το παιδί αν κοιμηθεί μία βραδιά στο κρεβάτι των γονιών του. Επειδή, όμως, αυτό συνήθως επαναλαμβάνεται και η υπερπροστατευτική μητέρα (μπορεί και πατέρας) δεν κατανοεί γιατί δεν πρέπει να αφήσει το μικρό να κοιμηθεί μαζί της, θα λέγαμε ότι αυτή η συνήθεια είναι καταστροφική για την αυτοπεποίθηση του παιδιού και για την αίσθηση ότι έχει την δύναμη να αντιμετωπίσει την ζωή. Η μητέρα που αγνοεί αυτή την αλήθεια μοιάζει να αδιαφορεί για την ψυχική ισορροπία του παιδιού της. Τα δικά της συναισθήματα αποθαρρύνουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία του παιδιού.
Ένα μεγαλύτερο παιδί θα αναζητήσει την ανακούφιση στο κρεβάτι των γονιών του συνήθως για να καταλαγιάσει το άγχος του. Και δεν είναι λίγοι οι λόγοι που ένα παιδί έχει άγχος. Το στρες που παρουσίαζαν μόνο οι ενήλικες τώρα παρουσιάζεται όλο και περισσότερο στα παιδιά, τα οποία αισθάνονται ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα προβλήματα και τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς τους. Ελάχιστα παιδιά πλέον έχουν την πολυτέλεια του παιχνιδιού στην καθημερινότητά τους. Από το σχολείο στο κολυμβητήριο ή στο μπάσκετ ή στην ενόργανη ή στο μπαλέτο, μετά στην ξένη γλώσσα, μετά στην μελέτη του σχολείου κ.ο.κ.
Αν αυτό το παιδί, το αγχωμένο, το περιμαζέψουμε στο κρεβάτι μας, και αυτό γίνει συνήθεια, χωρίς να το καταλάβουμε μεγαλώνουμε το στρες του, αφού στην ουσία δεν κατανοούμε την αιτία της ανάγκης του να κοιμηθεί μαζί μας. Μοιάζει να του δίνουμε ένα καταπραϋντικό χωρίς να λύνουμε το πραγματικό πρόβλημα.
Σε τελική ανάλυση, η «αγάπη» που προσφέρεται στο παιδί με τον από κοινού ύπνο δεν είναι η αγάπη που το αναπτύσσει, που το ενθαρρύνει να γίνει ένα αυτόνομο ανεξάρτητο δυνατό και με αυτοπεποίθηση άτομο. Αντίθετα, αυτή η αγάπη τροφοδοτεί την κακή συμπεριφορά, την ανασφάλεια, την εξάρτηση, την χαμηλή αυτοεκτίμηση, την παραίτηση.
Τώρα, ας αναρωτηθούμε γιατί οι γονείς δεν μπορούν να καταλάβουν την σημαντικότητα της αυτονομίας, της ανεξαρτησίας, της ενθάρρυνσης του παιδιού τους. Μία αιτία μπορεί να είναι ότι με την λανθασμένη τους αγάπη δεν ξέρουν και δεν μπορούν να βάλουν όρια. Μια άλλη αιτία είναι η ανάγκη να ελέγχουν και να κρατούν τους άλλους σε υποταγή. Μια ακόμη αιτία που κρύβεται πίσω από τις υπερπροστατευτικές συμπεριφορές είναι η αμφιβολία που οι ίδιοι οι γονείς έχουν για τις δικές τους ικανότητες να λύσουν τα δικά τους προβλήματα. Αυτό τους κάνει να έχουν πολύ λιγότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητες των μικρών παιδιών να φροντίσουν τον εαυτό τους ή να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους.
Πιθανόν όλα αυτά να στηρίζονται στο ότι και εκείνοι υπήρξαν παιδιά αυταρχικών, ελεγκτικών, υπερπροστατευτικών γονιών που δεν τους έμαθαν την αυτονομία, την ανεξαρτησία, δεν τους ενθάρρυναν να αναπτύξουν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση τους.
«Στην παιδιατρική μας ενδιαφέρουν καθαρά τα ζητήματα ασφάλειας»
Μαρία Παπαδάκη, ειδικευμένη παιδίατρος
Όπως λέει η παιδίατρος κ. Μαρία Παπαδάκη «ο ύπνος των γονιών με το μωρό μας ενδιαφέρει αποκλειστικά αναφορικά με ζητήματα ασφάλειας και συγκεκριμένα με τον κίνδυνο για Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου».
Το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου είναι ο ξαφνικός και ανεξήγητος θάνατος ενός μωρού, γνωστός και ως «θάνατος της κούνιας», επειδή συμβαίνει όταν το μωρό κοιμάται, ενώ αποτελεί την κυρίαρχη αιτία θανάτου των νεογέννητων. Κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς τον προκαλεί, ωστόσο οι ερευνητές μιλούν για έναν αριθμό παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία του μωρού: κάποιο ανατομικό ελάττωμα του εγκεφάλου, μία ανωμαλία του ανοσοποιητικού συστήματος, μία διαταραχή του μεταβολισμού ή μία καρδιακή αρρυθμία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν τα μωρά που έχουν κάποιο από τα προαναφερθέντα προβλήματα αντιμετωπίσουν κάποια δυσκολία: κοιμηθούν μπρούμυτα και αναπνεύσουν πολύ διοξείδιο του άνθρακα, εισπνέουν καπνό από τσιγάρο, παθαίνουν λοίμωξη του αναπνευστικού ή υπερθερμαίνονται, ίσως έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν Σ.Α. Β.Θ.
Οι ειδικοί, επιπλέον, συμφωνούν ότι τα βρέφη κινδυνεύουν περισσότερο από το Σύνδρομο αυτό εάν:
-Κοιμούνται μπρούμυτα
-Τοποθετούνται σε μαλακό στρώμα ή σκέπασμα
-Είχαν αδερφάκι που πέθανε από Σ.Α.Β.Θ.
-Είναι υπερβολικά ντυμένα ή κοιμούνται σε υπερβολικά θερμό δωμάτιο
-Γεννήθηκαν πρόωρα ή με χαμηλό βάρος γέννας
-Είναι παθητικοί καπνιστές
-Γεννήθηκαν από μητέρα που κάπνιζε ή έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών κατά την εγκυμοσύνη
-Γεννήθηκαν από μητέρα που δεν είχε υποβληθεί καθόλου ή σε καθυστερημένο προγεννητικό έλεγχο
-Ζουν σε φτωχό περιβάλλον
Συνεπώς, λέει η κ. Παπαδάκη, «το να κοιμάται το μωρό στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς είναι το πιο ασφαλές, τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο χρόνο, για να εξυπηρετείται και η μητέρα που θηλάζει. Αρκεί το μωρό να μην ζεσταίνεται πολύ, να μην εισπνέει την ανάσα των γονιών που καπνίζουν και να κοιμάται χωρίς να υπάρχει φόβος ότι κάποιος θα το πλακώσει –αυτοί είναι κίνδυνοι που οι γονείς θα πρέπει να σκεφτούν».
Καταλήγει, πάντως, η ίδια ότι «κατά τα άλλα, παιδιατρικά δεν είναι υπάρχει αντένδειξη, αν η μαμά το θέλει, στο να κοιμάται μαζί της το παιδί ακόμα και μέχρι τα 5 χρόνια του!»
Με πληροφορίες από το mama365.gr