Τον φώναζαν «Dirty Harry» λόγω των ένοπλων συμπλοκών ή «Βλάχο» λόγω της απαράμιλλης συλλογής του από γκλίτσες. Αποστρατεύτηκε από την Αστυνομία και θα επέστρεφε στο χωριό του, αν δεν τον προλάβαινε η DEA. Βλέπετε, η θρυλική αμερικανική υπηρεσία ενάντια στα ναρκωτικά τον στρατολόγησε στο κλιμάκιο της Αθήνας. Από τότε, ο φόβος κι ο τρόμος των καρτέλ απέκτησε και ένα ελληνικότατο ονοματεπώνυμο
ΕΡ:Ενας νεαρός αξιωματικός από το Φανάρι της Καρδίτσας έφτασε να θεωρείται ο νούμερο 1 διώκτης των καρτέλ ναρκωτικών. Πώς ήταν αυτή η διαδρομή;
ΑΠ:Το 1986 μετατέθηκα στη Δίωξη Ναρκωτικών της Ασφάλειας Αττικής. Κατάλαβα γρήγορα ότι οι μεγάλες υποθέσεις ναρκωτικών, αυτό που ονομάζουμε καρτέλ, βρίσκονται πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Σ’ αυτή τη διαδρομή πέρασα και έζησα καλά. Έκανα αυτό που ήθελα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό γιατί ήταν ένας χώρος προσφοράς και ένα αντικείμενο που είχε δράση. Αυτό θέλει ένας αστυνομικός. Ή, τουλάχιστον, αυτό θα έπρεπε να θέλει.
ΕΡ:Οταν μιλάμε για τη Δίωξη Ναρκωτικών τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 –κατά τις οποίες πρωταγωνιστήσατε– τι εννοούμε;
ΑΠ:Την εποχή που ξεκίνησα εγώ στη Δίωξη Ναρκωτικών, όταν βρίσκαμε ένα φιξάκι ηρωίνης, γινόταν πρώτο θέμα στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Tη δεκαετία του ’90 περάσαμε σε άγριες καταστάσεις. Τα ναρκωτικά γνώρισαν απρόβλεπτη άνοδο και οι θάνατοι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Η χρήση ναρκωτικών είχε περάσει πλέον καθαρά στην ηρωίνη. Οι Τούρκοι έκαναν όλο το εμπόριο. Ο,τι ερχόταν στην Ελλάδα περνούσε από τον Εβρο. Οι ένοπλες συμπλοκές ήταν καθημερινό φαινόμενο. Κάναµε νυχτερινές επιχειρήσεις, στα σκοτεινά και στα τυφλά, και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Επεφταν πυροβολισμοί. Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 1991, και μάλιστα σε τουρκικό έδαφος (σ.σ.: ανταλλαγή πυροβολισμών με το πρωτοπαλίκαρο του διαβόητου Τούρκου εμπόρου ναρκωτικών Σαΐτ Σαμπάν). Τότε ήταν που εγώ και η ομάδα μου είχαμε πάρει βραβείο ανδραγαθίας. Τα επόμενα χρόνια είδα, λοιπόν, τα φιξάκια να γίνονται επικίνδυνα και τα κιλά να γίνονται τόνοι. Η Ελλάδα είχε αρχίσει να αλλάζει και ενώ ήταν μια χώρα όπου το φιξάκι γινόταν πανελλήνια είδηση, μπήκε στον παγκόσμιο χάρτη των ναρκωτικών.
ΕΡ:Η εποχή της διακίνησης ναρκωτικών στα κλαμπ πότε άρχισε;
ΑΠ:Στα τέλη του ’90, αρχές του 2000. Μέχρι και το 1997-98 η ηρωίνη ήταν το ναρκωτικό που κυριαρχούσε και σκότωνε τους νέους. Στη συνέχεια ήρθαν τα συνθετικά ναρκωτικά, όπως τα χάπια ecstasy. Τότε τις δουλειές τις βγάζαμε στο πεζοδρόμιο. Μετά μπήκε στη ζωή μας το κινητό τηλέφωνο και πάθαμε την πλάκα μας. Ξαφνικά με το κινητό μιλούσε ο άλλος από την Καλαμάτα για μια υπόθεση που έτρεχε στην Αθήνα ή στο εξωτερικό. Σήμερα υπάρχουν προηγμένα συστήματα παρακολούθησης, που τα ξέρουν και οι κακοποιοί. Μαγκιά, φυσικά, παραμένει να μπορέσεις να συνδυάσεις την εμπειρία του πεζοδρομίου με την τεχνολογία.
ΕΡ:Είναι η Ελλάδα η «Κολομβία των Βαλκανίων», όπως λένε;
ΑΠ:Eίναι το κέντρο διαμετακόμισης μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών τριών ηπείρων, της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης. Είναι πύλη εισόδου, αλλά όχι, «Κολομβία των Βαλκανίων» δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είμαστε. Είχα την τύχη να υπηρετώ στη Δίωξη Ναρκωτικών, η οποία αναγνωρίστηκε ως μία από τις καλύτερες υπηρεσίες στον κόσμο, με τεράστιες επιτυχίες. Το 1995 μπήκαν στο παιχνίδι οι Αλβανοί, οι οποίοι μέχρι σήμερα κρατούν τα σκήπτρα στη διακίνηση ναρκωτικών. Ετυχε να έχουμε, δηλαδή, κακούς γείτονες. Η Αλβανία είναι πλέον η χώρα διαμετακόμισης όχι μόνο ηρωίνης που έρχεται από την Ασία, αλλά και κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική. Οταν έχεις κακό γείτονα, φυσικό είναι να υφίστασαι και τις συνέπειες.
ΕΡ: Πόσο μεγάλη είναι η μαφία ναρκωτικών στην Ελλάδα;
ΑΠ:Προσπάθησαν κατά καιρούς κάποιοι κακοποιοί μεμονωμένα ή οργανωμένες ομάδες να φτιάξουν αυτό που λέμε καρτέλ. Ομως, ποτέ δεν υπήρξε μεγάλη εγκληματική ομάδα που να κράτησε τη διακίνηση ναρκωτικών επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να ανθήσει οργανωμένο έγκλημα με την παραδοσιακή μορφή γιατί όλοι θέλουν να είναι αρχηγοί. Αυτός είναι ίσως ο βασικός λόγος που στην Ελλάδα δεν είχαμε μαφία όπως της Ιταλίας ή της Κολομβίας. Από την άλλη, ίσως είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που οι υπηρεσίες ναρκωτικών δεν πειράχτηκαν ποτέ από τους πολιτικούς. Εγώ ήμουν στη Δίωξη Ναρκωτικών από το 1986 και έφυγα το 2006, όταν έγινα ταξίαρχος. Αυτή η υπηρεσία είναι Βατικανό από πλευράς παρέμβασης πολιτικών. Αυτό σημαίνει ότι οι αστυνομικοί που υπηρετούν έχουν πολύχρονη πείρα και είναι εξειδικευμένοι. Αυτό το είδα σε εμάς, στην Αμερική και σε κανά δυο άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
ΕΡ:Ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης έχει πει ότι με βάση τη σχέση ρίσκου/απόδοσης η μαφία είναι η πιο επιτυχημένη επιχείρηση στον κόσμο. Είναι εκ των προτέρων χαμένη η μάχη μαζί της;
ΑΠ:Είναι γεγονός ότι παγκοσμίως υπάρχει αυτή η αρχή. Μπορώ να τη δεχτώ έως έναν βαθμό όμως, γιατί πάντοτε στο τέλος χαμένη είναι η μαφία. Αυτό πιστεύω.
ΕΡ:Δεν βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά το έγκλημα;
ΑΠ:Στο έγκλημα ανήκει το πρωτοξεκίνημα. Δηλαδή ο εγκληματίας και οι εγκληματικές ομάδες επιλέγουν τους τρόπους. Εμείς ακολουθούμε. Είναι βέβαιο ότι αυτοί κάνουν κάτι και εμείς ακολουθούμε. Αλλά όταν υπάρχουν συγκροτημένες υπηρεσίες και επαγγελματικές ομάδες δίωξης ναρκωτικών, σίγουρα αυτές έχουν τρόπο να παρεμβαίνουν είτε με πληροφορίες είτε με αποτελεσματική δράση.
ΕΡ:Παραμένετε επιχειρησιακός και στην DEA; ΑΠ: Πάντα. Γκάζι μέχρι θανάτου.
ΕΡ:Η Δίωξη Ναρκωτικών είναι η αγάπη σας;
ΑΠ:Η Αστυνομία είναι αγάπη, η Ασφάλεια έρωτας και τα ναρκωτικά καψούρα. Είναι η μόνη καψούρα που μένει διαχρονικά και εφ’ όρου ζωής. Ολες οι άλλες μπορεί και να περάσουν. Πλέον, η Δίωξη Ναρκωτικών είναι τρόπος ζωής για μένα. Και να ήθελα να παραιτηθώ, να μάθω πρέφα, δεν με αφήνουν γιατί με παίρνουν τηλέφωνο. Κι αν σε παίρνουν, δεν μπορείς να μην απαντήσεις…