Σε συνέχεια μεγάλου αριθμού αναφορών και ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από γονείς, ο Συνήγορος του Πολίτη ζήτησε από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) του υπουργείου Υγείας να δοθούν κατευθύνσεις στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας, ώστε να μπορεί ο γονέας/κηδεμόνας που συνοδεύει ανήλικο να παραμένει κοντά στο παιδί κατά τη διενέργεια ιατρικών πράξεων.
Ο Συνήγορος τόνισε ότι, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία που απορρέει από το Σύνταγμα, τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τους Επαγγελματικούς Κώδικες Δεοντολογίας, αλλά και σύμφωνα με επιστημονικές παραδοχές και τη διεθνή πρακτική, θα πρέπει να επιτρέπεται και να ενθαρρύνεται από τους επαγγελματίες υγείας η παρουσία των γονέων/κηδεμόνων κατά τη διάρκεια ιατρικής εξέτασης ή διενέργειας απλών ιατρικών πράξεων (λ.χ. αιμοληψίας) στα ανήλικα παιδιά τους.
Κατ’ εξαίρεση η παραμονή δίπλα στο παιδί θα μπορούσε να αποκλείεται λόγω της φύσης της πράξης (ιδίως για λόγους ασφάλειας του παιδιού) ή εφόσον αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι δημιουργεί πραγματικά προσκόμματα στη διαδικασία (λ.χ. επιβαρύνει την ψυχολογική κατάσταση του παιδιού ή δυσχεραίνει τη συνεργασία του, παρεμποδίζοντας τις ενέργειες των ιατρών και των νοσηλευτών) ή εφόσον προσκρούει στη διαφορετική επιθυμία των εφήβων, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά τους.
Ο Συνήγορος επισήμανε ότι ο αποκλεισμός του γονέα θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο με ειδική κατά περίπτωση αιτιολόγηση εκ μέρους των επαγγελματιών υγείας και πρότεινε την ενσωμάτωση σχετικής οδηγίας στα ιατρικά πρωτόκολλα και στους οργανισμούς που διέπουν τη λειτουργία νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Το ΚΕΣΥ ζήτησε τις απόψεις της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας και της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, οι οποίες εξέφρασαν την απόλυτη ταύτιση τους με τις θέσεις του Συνηγόρου, τονίζοντας ότι «η παρουσία γονέων κατά τη διενέργεια ιατρικών πράξεων (παρεμβατικού ή άλλου χαρακτήρα) κατά κανόνα πρέπει να ενθαρρύνεται και σε καμία περίπτωση να αποκλείεται με ‘διοικητικό’ τρόπο», καθώς σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και στα περισσότερα ελληνικά ιδιωτικά νοσοκομεία, εφόσον ο γονέας το επιθυμεί -μετά από ενημέρωσή του για το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης- παρίσταται, προκειμένου το παιδί να ηρεμήσει και να συνεργαστεί διευκολύνοντας το έργο του επαγγελματία υγείας.
Κατόπιν των παραπάνω γνωμοδοτήσεων, ο Συνήγορος ενημερώθηκε για την καταρχήν συμφωνία του ΚΕΣΥ με τις απόψεις των δύο επιστημονικών εταιρειών.
Μετά την εκ νέου παρέμβαση του Συνηγόρου, το υπουργείο ζήτησε ρητή γνωμοδότηση του Συμβουλίου σε σχέση με το θέμα και ακολούθησε απόφαση της ολομέλειας του ΚΕΣΥ, η οποία έγινε αποδεκτή από τον υπουργό Υγείας.
Απόσπασμα της απόφασης, που οδήγησε τελικά σε αποδοχή των πάγιων θέσεων και προτάσεων του Συνηγόρου, με οδηγίες ως προς τις οφειλόμενες ενέργειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, απεστάλη προς τους διοικητές υγειονομικών υπηρεσιών, προκειμένου να κοινοποιηθεί στα νοσοκομεία της χώρας (από 5-2-2016 έγγραφο του τμήματος Προστασίας Δικαιωμάτων Ασθενών).
Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ειδικότερα ότι: «…ο ιατρός θα πρέπει να ενημερώνει λεπτομερώς τον γονέα αναφορικά με την ιατρική πράξη που πρόκειται να επιτελέσει […] να ερωτά τον γονέα αν κατάλαβε τα λεγόμενα του ιατρού κατά την ενημέρωσή του, καθώς και αν διαθέτει το σθένος να παρακολουθήσει την εκτελούμενη ιατρική πράξη […] σε περίπτωση συμφωνίας για την παρουσία των γονέων, οι γονείς δύνανται να παραμένουν δίπλα στο παιδί, με στόχο το παιδί να ηρεμεί και να καθίσταται (πιο) συνεργάσιμο για τη διευκόλυνση του έργου του ιατρού. Β. Ωστόσο, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις εφήβων ασθενών, και ιδίως σε περιπτώσεις ψυχικής υγείας και αναπαραγωγικής ιατρικής, θα πρέπει να γίνεται σεβαστή η επιθυμία των ασθενών να είναι μόνοι με τον ιατρό τους…».
.
.