“Ξημέρωσε.
Νυστάζω..
Δεν χόρτασα ύπνο..
Ακούω τη φωνή της μαμάς μου..
Τι θα κάνω τώρα;
Θέλει να με βάλει να ξαναγράψω αυτή τη ρημάδα την ορθογραφία..
Αφού όσες φορές κι αν το κάνω πάλι με λάθη θα είναι..
Είμαι ένας μπουμπούνας..
Το είπε κι ο μπαμπάς..
Τίποτα δεν θα καταφέρω..
Πάλι μαλώσανε χθες..
Όλο μαλώνουν τελευταία..
Δεν θέλω να μαλώνουν και για μένα..
Αμάν κι αυτή η μαμά..
Που τη βρίσκει τέτοια όρεξη πρωί πρωί;
Κάθε μέρα με βασανίζει..
Χθες της είπα πως δεν την αγαπάω..
Δεν είναι αλήθεια..
Την αγαπάω..
Κι όταν το ακούει βάζει τα κλάματα και αρχίζει να λέει πως για το καλό μου το κάνει..
Όλο τρέχει για μένα και τίποτα δεν κάνει για τον εαυτό της και μετά πάλι μαλώνουν με τον μπαμπά γιατί της λέει πως η προσπάθειά της είναι μια τρύπα στο νερό..
Προχθές με πήγαν σε ένα μέρος που έγραφε:”Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες”..
Καλά ήταν..
Μου έδωσαν και καραμέλες..
Μετά με έβαλαν να γράψω κάτι πράγματα..
Μετά η μαμά κι ο μπαμπάς μίλησαν με μια κυρία..
Όταν φύγαμε ο μπαμπάς ξεφυσούσε χωρίς να μιλάει..
Πρέπει να έχω κάτι πολύ σοβαρό..
Όμως εγώ νιώθω καλά..
Ούτε πυρετό έχω..
Ούτε η κοιλιά μου με πονάει..
Μόνο που κάνω πολλά λάθη στην ορθογραφία..
Και τα γράμματα μου είναι κάπως στραβούτσικα..
Βαρέθηκα να μου γράφει η κυρία “καλύτερα γράμματα”..
Και δεν μου αρέσει καθόλου να με λένε μπουμπούνα και άχρηστο..
Μήπως έχουν δίκιο;
Αλλά πάλι μπορεί ένας άχρηστος όπως εγώ να ζωγραφίζει ωραία;
Μου φαίνεται οι μεγάλοι είναι πιο άχρηστοι..”
Β.Κ
Μαθητής Δημοτικού
(Απόσπασμα από γράμμα που πρώτη φορά δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία)